- προσταυρώ
- -όω, Α1. κατασκευάζω πασσαλοπήγματα μπροστά σε κάτι ή κατά μήκος του («τὴν θάλασσαν προεσταύρωσαν πανταχῇ ἧ ἀποβάσεις ἦσαν», Θουκ.)2. σταυρώνω εκ τών προτέρων («προσταυροῡντα ἤ ἀνασταυροῡντα τὸν υἱὸν τοῡ Θεοῡ... εἴτε πρὸς τῆς... σωματικῆς τοῡ σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας εἴτε καὶ ὕστερον», Ωριγ.)3. παθ. προσταυροῡμαιπεριφράσσομαι με πασσαλοπήγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + σταυρῶ «περιφράσσω χώρο με πασσάλους»].
Dictionary of Greek. 2013.